μοχλικόν

μοχλικόν
μοχλικός
concerning leverage
masc acc sg
μοχλικός
concerning leverage
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μοχλικός — μοχλικός, ή, όν (Α) [μοχλός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μοχλό ή στη μόχλευση ή αυτός που είναι κατάλληλος για τον μοχλό ή για τη μόχλευση 2. το ουδ. ως ουσ. Μοχλικόν τίτλος πραγματείας τού Ιπποκράτους σχετικά με την ανάταξη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”